Κείμενα χωρίς νόημα: Κεφάλαιο 1ο

Καλά λένε ότι όσοι είναι πειραγμένοι, γράφουν. Ότι έμπνευση σου έρχεται συνήθως όταν τα πράγματα στη ζωή σου δεν πηγαίνουν όπως θα ‘θελες. Ότι ο πόνος, οποιουδήποτε επιπέδου, ο εσωτερικός σου, κλωτσάει τα δάχτυλα να πληκτρολογήσουν. Θέλει να εκφραστεί, να γίνει ορατός. Θέλει να γίνει λέξεις και προτάσεις και παράγραφοι και σελίδες ολόκληρες.

Σπάνια γράφεις όταν είσαι χαρούμενος. Η χαρά σε τραβάει έξω απ’ τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου. Κι εκείνη θέλει να γίνει ορατή, με διαφορετικό όμως τρόπο. Κι εκείνη κλωτσάει δάχτυλα κι εκείνη σου δίνει έμπνευση. Όχι αυτή τη θλιμμένη. Δεν πάνε θλίψη και χαρά μαζί. Σου δίνει έμπνευση να κάνεις πράγματα για σένα, για εκείνους που αγαπάς, ίσως για τον κόσμο ολόκληρο. Έξω από τοίχους, μακριά από υπολογιστές και τετράδια σημειώσεων.

Πρώτη φορά κάνω να γράψω τόσο καιρό. Ότι τι; Δε μ’ άφηνε η τόση μου χαρά να ανοίξω ένα νέο έγγραφο στον υπολογιστή μου και να γράψω μερικές προτάσεις; Ότι όλη μου έμπνευση αναλώθηκε σε αγκαλιές και χαμόγελα κι εξόδους πάσης φύσεως; Ότι τίποτα δεν είχα να ξεράσω από μέσα μου πάνω σε μια λευκή σελίδα; Ίσως ναι. Ίσως ήμουν πολύ απασχολημένη με το να αφήνω πίσω μου όλα εκείνα τα κενά. Κενά που μου φαίνονταν πολύ σημαντικά για να τα παρατήσω.

Θα μπορούσα να γράψω για τη βδομάδα μου στην Αμοργό, για τη μίνι μου αυτοεξορία στο εξοχικό μου, για τη μετακόμισή μου, για εκείνο το σαββατοκύριακο στη Χαλκιδική, για το πιο όμορφό μου καλοκαίρι, για τους φίλους και την οικογένειά μου. Θα μπορούσα να εκφράσω τόση πολλή χαρά, τόσες όμορφες εικόνες. Είμαι όμως από κείνους που αυτά που έχουν να γράψουν, τα γράφουν θλιμμένα. Και αυτά που δε γίνονται προτάσεις, έχουν λόγο, γιατί δε χρειάζονται μολύβι για να εκφραστούν. Είναι πάνω μου μονίμως, σε ένα χαμόγελο.

Όχι ότι τώρα που γράφω έχω αφήσει πίσω τη χαρά μου. Εδώ είναι. Άλλη χαρά, καινούρια. Κοιμάται κάτω απ’ το σκαμπό μου και κουνάει τα ποδαράκια της γιατί ξεκάθαρα ονειρεύεται ότι τρέχει σε κοιλάδες, ψάχνοντας κόκκαλα και παντόφλες να μασουλήσει. Ορίστε. Θα μπορούσα να γράψω για τον σκύλο μου. Αλλά αρκέστηκα σε μια μικρή αναφορά.

Θα μπορούσα να γράψω για την αγάπη μου για τα ταξίδια ή για την τρέλα που με πιάνει όταν βλέπω ανεβασμένο καπάκι τουαλέτας. Θα μπορούσα να γράψω για τη μυρωδιά της θάλασσας και του βρεγμένου γκαζόν ή για εκείνον τον πρωινό καφέ τις Κυριακές. Θα μπορούσα να γράψω για τη μουσική που με εκφράζει, για τις ανασφάλειές μου, για τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσα να γράψω πολλά. Αλλά δε θα το κάνω, όχι ακόμη.

Έχω ζήσει πολύ καιρό με τη μελαγχολία μου για να την κάνω πέρα τώρα. Την έχω αγαπήσει αυτήν την επιλεκτική μελαγχολία που με πιάνει κάθε που ξεκινάω να γράψω κάτι. Και μου ‘ναι δύσκολο να προσπαθήσω να εκφράσω χαρά μέσα από μελαγχολικά στημένα γράμματα.

Καλά λένε ότι όσοι είναι πειραγμένοι, γράφουν. Ότι η τροφή τους είναι η αυτοκαταστροφή τους. Και ότι το μυαλό τους πρέπει να είναι ένα τρομακτικό μέρος. Μυστηριώδεις άνθρωποι, με ανάκατες σκέψεις και μελαγχολικά χαμόγελα. Μυστηριώδεις άνθρωποι, με όμορφα εκφρασμένα λόγια, με αράδες σημειώσεων σε τετράδια σπιράλ, με έναν ψυχαναγκασμό να μην συμβιβάζονται με τα «θέλω» του κόσμου, με τον ίδιο ψυχαναγκασμό να δημιουργούν κάτι καινούριο κάθε μέρα, να πετυχαίνουν όνειρα ίσως άπιαστα, να είναι απόλυτα δικοί τους σε έναν κόσμο που μαθαίνει να μοιράζεται.

Και σχεδόν πάντα, να μην βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Όπως εγώ τώρα. Όπως εγώ που κάθομαι στον πάγκο της κουζίνας μου και γράφω αυτό το κείμενο, με ένα σωρό στοιβαγμένες σκέψεις, ανίκανη να τις βάλω σε μια σωστή σειρά. Χωρίς να φτάνω σε κάποιο συμπέρασμα. Μόνο μ’ εκείνον τον ψυχαναγκασμό να φτιάξω κάτι απόλυτα δικό μου.

Κλασσικό

Σχολιάστε